αμπελοπούλι

αμπελοπούλι
Ονομασία με την οποία είναι γνωστό στην Κύπρο ένα πουλί με χρώμα λαδί προς το γκρίζο στη ράχη και σταχτί στην κοιλιά. Το πιάνουν με ξόβεργες για το νόστιμο κρέας του, που διατηρείται μέσα σε ξίδι. Ένα αμπελοπούλι στη φωλιά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμπελίς — ( ίδος), η (Α ἀμπελίς) 1. νεαρή άμπελος, νέο, πρόσφατα φυτεμένο αμπέλι 2. ωδικό πτηνό, το αμπελοπούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίδεια, αμπελιδίδες. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμπελιδοειδή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”